φθορίαση

φθορίαση
η, Ν
1. ιατρ. δηλητηρίαση από φθόριο και από τα παράγωγά του
2. φρ. α) «οξεία φθορίαση»
ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τυχαία λήψη μεγάλης ποσότητας φθοριούχων ενώσεων
β) «χρόνια φθορίαση»
ιατρ. επαγγελματική νόσος, χρόνια δηλητηρίαση που παρατηρείται κυρίως στη μεταλλουργία αλουμινίου και βηρυλλίου και στις βιομηχανίες όπου χρησιμοποιούνται φθοριούχες προσμίξεις, νόσος που χαρακτηρίζεται από οστεοπώρωση, από αναπνευστικές διαταραχές και απίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριο + κατάλ. -ίαση*. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fluorosis, γαλλ. fluorose].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”